- ἐπιβόημα
- ἐπιβόημαa callneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβόημα — ἐπιβόημα, το (Α) [επιβοώ] κραυγή, βοή προς κάποιον … Dictionary of Greek
ἐπιβοήμασι — ἐπιβόημα a call neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήμασιν — ἐπιβόημα a call neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήματα — ἐπιβόημα a call neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήματι — ἐπιβόημα a call neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)